Πέμπτη, 25 Δεκεμβρίου 2008
Περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι!
Περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι!
Ξημερώματα της Παναγίας 26/12/
…….ώρα μία και μισή
Μόλις ήπια αντιπυρετικό και αντιβίωση. Είμαι χάλια. Από χθες με σούβλιζε ένα δόντι, αλλά τώρα επιδεινώνεται πολύ η κατάσταση. Πονάει ακόμα και το μάγουλο, μέχρι το αυτί. Εύχομαι να περάσει γρήγορα, μη μου χαλάσει το ταξίδι στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ και ο Τάσος παίρνει αντιβίωση, γιατί από χθες το βράδυ έχει πυρετό και πονάει ο λαιμός του. Σήμερα πήγαμε και φάγαμε όλοι μαζί στην πεθερά μου. Τα παιδιά τα έβαλα για ύπνο, πριν λίγο. Ο Δημήτρης δουλεύει. Μου τηλεφώνησε νωρίτερα. Σε τρεις ώρες σχολάει.
26 Δεκεμβρίου Πέμπτη.
Ίδια μέρα 9 και μισή το βράδυ
Έγιναν τόσα πολλά!
Τελειώνοντας το ημερολόγιό μου ξημερώματα, πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα.
Ας είσαι καλά Παναγία μου!
Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες!
Τώρα κάθομαι στο σαλόνι. Βρίσκομαι σε νάρκη βέβαια, αλλά σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι τη νύχτα και όλη τη σημερινή μέρα.
Όλα ξεκίνησαν όταν πήγα να ξαπλώσω. Κατά τις δύο παρά ή και. Δε θυμάμαι. Ξαφνικά μ’ έπιασε ένα δυνατό κόψιμο στην κοιλιά. Πήγα τουαλέτα….. και κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, άντε πάλι απ’ την αρχή. Αυτά μαζί με τους δυνατούς πόνους, με διέλυσαν. Πήγα στην κουζίνα, πήρα το οινόπνευμα και έκανα εντριβή στην κοιλιά μου. Κάπου εκεί τηλεφώνησα στον Δημήτρη να τον ενημερώσω για το τι μου συμβαίνει.
Είχε πάει 3 η ώρα. Αμέσως μετά, αφού τα δρομολόγια στην τουαλέτα επιδεινωνόταν, μ’ έπιασε μια έντονη φαγούρα. Άρχισα να ξύνω όλο μου το κορμί, να το σκίζω στην κυριολεξία και τότε είδα πως, όπου ξυνόμουν, κοκκίνιζα, πρηζόμουν και έβγαζα ψιλά εξανθήματα. Είχα γίνει ολόκληρη κατακόκκινη. Μ’ έτρωγε ακόμη και το κεφάλι μου, τα μάτια μου, ως τις πατούσες μου.
Είδα ότι η κατάσταση χειροτέρευε και τηλεφώνησα πάλι στον Δημήτρη, να ειδοποιήσει τον συνέταιρο, να τον αλλάξει, για να έρθει σπίτι να με πάει στο Νοσοκομείο. Μου είπε ότι είναι δύσκολο και να κάνω υπομονή, μέχρι να σχολάσει.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, πήγα να πάρω ξύδι, για να ελαττώσω τη φαγούρα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, είδα ότι η Μαίρη η γειτόνισσα είχε φως. Ευτυχώς που το είδα, γιατί σε λίγο χρειάστηκα τη βοήθειά της.
Εν τω μεταξύ, παρ’ όλο που φοβόμουν γι’ αυτά που μου συμβαίνουν, έκανα το παν, για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά.
Πήγα στο κρεβάτι κι αφού τρίφτηκα ολόκληρη με ξύδι, ξάπλωσα και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου, ότι θα περάσει γρήγορα. Μάταια όμως. Η φαγούρα δυνάμωνε όλο και πιο πολύ και ξανασηκώθηκα αποφασισμένη να ντυθώ, να πάω μόνη μου στο Νοσοκομείο. Είδα πως είχα πρηστεί σ’ όλο μου το σώμα. Κάνοντας ένα βήμα να πάρω τα ρούχα μου, ένιωθα να χάνω το φως μου. Έπεσα πάλι στο κρεβάτι και με το ένα χέρι χαστούκιζα το μάγουλό μου, με όση δύναμη είχα και με το άλλο προσπαθούσα να πάρω το νούμερο του Δημήτρη, να του πω ότι ζαλίζομαι. Το κατάφερα και άκουσα ένα Δημήτρη, να βρίζει τον εαυτό του και μένα που πήρα και τα δυο φάρμακα μαζί.
Με μεγάλη προσπάθεια και προσευχές, πήγα πάλι να σηκωθώ, τουλάχιστον να ντυθώ. Πάλι έχανα το φως μου, πάλι προσπάθειες και μου ήρθε στο μυαλό, σα σανίδα σωτηρίας, να τηλεφωνήσω στη Μαίρη. Της είπα, "έλα σε παρακαλώ σπίτι, αφήνω την πόρτα ανοιχτή, λιποθυμάω!"
Δε ξέρω με πόσες προσπάθειες έφτασα στο σαλόνι, πόσες φορές έπεσα και σηκώθηκα, πάντως κατάφερα και ν’ ανοίξω την πόρτα. Έπεσα στην πολυθρόνα του σαλονιού, χάνοντας τις αισθήσεις μου, αλλά έχοντας την ελπίδα ότι τώρα θα σωζόμουν. Αν και έτρεμα τα Νοσοκομεία, αν και φοβόμουν τις ενέσεις και τις πλύσεις στομάχου, εκείνη τη στιγμή ήθελα να σωθώ.
Δε ξέρω αν με φύσηξε ο αέρας όταν άνοιξα την πόρτα κι αυτό με βοήθησε, αλλά, ανοίγοντας κάποια στιγμή τα μάτια, είδα τον Έντουαρτ, τον γάτο μας , έτοιμο να βγει απ’ το σπίτι.
Δε ξέρω που βρήκα τη δύναμη, σηκώθηκα και τον πήρα και τον έβγαλα στο μπαλκόνι της κουζίνας. Καλύτερα να κρυώσει σκέφτηκα, παρά να χαθεί κι αυτός.
Μετά ήρθαν τα παιδιά. Ο Θανάσης περίμενε στο σαλόνι και η Μαίρη ήρθε και με βρήκε στην τουαλέτα.
Από κει και πέρα με βοήθησε η Μαίρη και χαζο - ετοιμάστηκα. Με τις παντόφλες, ξυπόλητη, ένα παντελόνι και μια μπλούζα. Πήρα και 2-3 εσώρουχα, τη ρόμπα, τα φάρμακα που είχα πάρει και σε τρισάθλια κατάσταση μας πρόλαβε ο Δημήτρης και με πήγε εκείνος στο Νοσοκομείο.
Ο Δημήτρης έτρεχε πολύ, περνούσε κόκκινα φανάρια κι εγώ με όσο κουράγιο είχα, τον μάλωνα. Μου είπε ότι είχε αναμμένα τα αλάρμ, αλλά ο κόσμος δεν το καταλάβαινε αυτό. Του είπα να πατάει κόρνα, αλλά εκείνος δεν ήθελε, για να μη ξυπνήσει τον κόσμο.
Στο Νοσοκομείο έφτασα, τρεμάμενη σαν ψάρι. Είχα αποκτήσει και ρίγος μετά. Εκεί παραδόθηκα στα χέρια των γιατρών, άνευ όρων, αν και έλεγα, όχι ένεση και η Νοσοκόμα, μου φώναζε, «δε λες να γλιτώσεις, την ένεση φοβάσαι….»
Μου έκαναν ένεση, κορτιζόνη προφανώς, μου έβαλαν ορό και κάτι άλλες ενέσεις μέσα σ’ αυτόν. Μετά μέτρησαν την πίεσή μου, δε μου είπαν πόσο είναι, προφανώς πολύ χαμηλή και μετά με έβαλαν σ’ ένα δωματιάκι, κοντά στα ιατρεία για παρακολούθηση.
Δίπλα μου ήταν και μια γιαγιούλα. Να μην τα πολυλογώ, μου πέρασε η φαγούρα και το κόψιμο, αλλά τα μάτια μου έκλειναν απ’ την εξάντληση, υπόταση, απ΄ τα φάρμακα, δε ξέρω. Έτσι ένιωθα και όλη μέρα σήμερα στο σπίτι.
Απ’ το Νοσοκομείο φύγαμε 7 η ώρα το πρωί. Ο κ. Παχιός, ο γιατρός που εφημέρευε, είπε ότι έπαθα αλλεργικό σοκ κι ότι φτηνά την γλίτωσα! Λίγο ακόμα να καθυστερούσα να πάω, θα ήταν αργά! Είπε να προσέχω και να μη ξαναπάρω στη ζωή μου αυτό το φάρμακο κι ότι αν καθυστερούσα λίγο ακόμα, θα γύριζα σπίτι αλλιώς…….. Μου έγραψε κάποια άλλα φάρμακα, να μου τα γράψει ο δικός μου παθολόγος.
…… Αυτή είναι η περιπέτεια που νομίζω, δε τελείωσε ακόμα. Εκείνα που θα θυμάμαι για πάντα είναι το πόσο εύκολα μπορείς να φτάσεις, στο χάος….. Στα καλά καθούμενα. Κάπως έτσι φαντάζομαι τον θάνατο. Χάνεις αισθήσεις, κλείνεις τα μάτια και τέλος!
Θα θυμάμαι την συμπαράσταση της Μαίρης και του άντρα της, αυτές τις στιγμές. Είναι και οι δυο τους πολύ «άνθρωποι»!
Θα θυμάμαι ακόμα το περιστατικό που συνέβη, όταν ήμουνα εκεί.
Μετωπικό τρακάρισμα. Νεκροί οι γονείς και το κορίτσι τους, σπασμένα όλα. Τα κόκαλά της, χέρια, πόδια, κεφάλι, σπονδυλική στήλη. Ο Δημήτρης βοήθησε να την βάλουν στο φορείο κι εκείνη που είχε ακόμα τις αισθήσεις της, του είπε, νομίζοντας ότι είναι γιατρός:
«Κάντε με καλά»!
Του Δημήτρη του κόπηκαν τα πόδια. Μετά την άκουγα που φώναζε και η φωνή της μου τρύπαγε την καρδιά. Την ακούω ακόμα.
Βόηθησέ την Παναγία μου!
Θα θυμάμαι πως έτρεχε ο Δημήτρης, περνώντας όλα τα κόκκινα φανάρια. Θα θυμάμαι τα νεύρα του συνδυασμένα με αγωνία και θα θυμάμαι πάντα, όχι τους πόνους και το τι πέρασα, αλλά τις προσπάθειες που έκανα πέρα από τις δυνάμεις μου, να ειδοποιήσω για βοήθεια, χωρίς να ενοχλήσω τα παιδιά. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Σήμερα τηλεφώνησα για «Χρόνια Πολλά» στους εορταζόμενους, πολύ αργά το βράδυ. Δεν ήμουν καλά, όλη μέρα. Ούτε και τώρα είμαι. Με το ζόρι γράφω, αλλά κάθομαι για λίγο στο σαλόνι, γιατί δεν θέλω να στεναχωριούνται τα παιδιά που με βλέπουν στο κρεβάτι.
Ξημερώματα της Παναγίας 26/12/
…….ώρα μία και μισή
Μόλις ήπια αντιπυρετικό και αντιβίωση. Είμαι χάλια. Από χθες με σούβλιζε ένα δόντι, αλλά τώρα επιδεινώνεται πολύ η κατάσταση. Πονάει ακόμα και το μάγουλο, μέχρι το αυτί. Εύχομαι να περάσει γρήγορα, μη μου χαλάσει το ταξίδι στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ και ο Τάσος παίρνει αντιβίωση, γιατί από χθες το βράδυ έχει πυρετό και πονάει ο λαιμός του. Σήμερα πήγαμε και φάγαμε όλοι μαζί στην πεθερά μου. Τα παιδιά τα έβαλα για ύπνο, πριν λίγο. Ο Δημήτρης δουλεύει. Μου τηλεφώνησε νωρίτερα. Σε τρεις ώρες σχολάει.
26 Δεκεμβρίου Πέμπτη.
Ίδια μέρα 9 και μισή το βράδυ
Έγιναν τόσα πολλά!
Τελειώνοντας το ημερολόγιό μου ξημερώματα, πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα.
Ας είσαι καλά Παναγία μου!
Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες!
Τώρα κάθομαι στο σαλόνι. Βρίσκομαι σε νάρκη βέβαια, αλλά σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι τη νύχτα και όλη τη σημερινή μέρα.
Όλα ξεκίνησαν όταν πήγα να ξαπλώσω. Κατά τις δύο παρά ή και. Δε θυμάμαι. Ξαφνικά μ’ έπιασε ένα δυνατό κόψιμο στην κοιλιά. Πήγα τουαλέτα….. και κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, άντε πάλι απ’ την αρχή. Αυτά μαζί με τους δυνατούς πόνους, με διέλυσαν. Πήγα στην κουζίνα, πήρα το οινόπνευμα και έκανα εντριβή στην κοιλιά μου. Κάπου εκεί τηλεφώνησα στον Δημήτρη να τον ενημερώσω για το τι μου συμβαίνει.
Είχε πάει 3 η ώρα. Αμέσως μετά, αφού τα δρομολόγια στην τουαλέτα επιδεινωνόταν, μ’ έπιασε μια έντονη φαγούρα. Άρχισα να ξύνω όλο μου το κορμί, να το σκίζω στην κυριολεξία και τότε είδα πως, όπου ξυνόμουν, κοκκίνιζα, πρηζόμουν και έβγαζα ψιλά εξανθήματα. Είχα γίνει ολόκληρη κατακόκκινη. Μ’ έτρωγε ακόμη και το κεφάλι μου, τα μάτια μου, ως τις πατούσες μου.
Είδα ότι η κατάσταση χειροτέρευε και τηλεφώνησα πάλι στον Δημήτρη, να ειδοποιήσει τον συνέταιρο, να τον αλλάξει, για να έρθει σπίτι να με πάει στο Νοσοκομείο. Μου είπε ότι είναι δύσκολο και να κάνω υπομονή, μέχρι να σχολάσει.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, πήγα να πάρω ξύδι, για να ελαττώσω τη φαγούρα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, είδα ότι η Μαίρη η γειτόνισσα είχε φως. Ευτυχώς που το είδα, γιατί σε λίγο χρειάστηκα τη βοήθειά της.
Εν τω μεταξύ, παρ’ όλο που φοβόμουν γι’ αυτά που μου συμβαίνουν, έκανα το παν, για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά.
Πήγα στο κρεβάτι κι αφού τρίφτηκα ολόκληρη με ξύδι, ξάπλωσα και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου, ότι θα περάσει γρήγορα. Μάταια όμως. Η φαγούρα δυνάμωνε όλο και πιο πολύ και ξανασηκώθηκα αποφασισμένη να ντυθώ, να πάω μόνη μου στο Νοσοκομείο. Είδα πως είχα πρηστεί σ’ όλο μου το σώμα. Κάνοντας ένα βήμα να πάρω τα ρούχα μου, ένιωθα να χάνω το φως μου. Έπεσα πάλι στο κρεβάτι και με το ένα χέρι χαστούκιζα το μάγουλό μου, με όση δύναμη είχα και με το άλλο προσπαθούσα να πάρω το νούμερο του Δημήτρη, να του πω ότι ζαλίζομαι. Το κατάφερα και άκουσα ένα Δημήτρη, να βρίζει τον εαυτό του και μένα που πήρα και τα δυο φάρμακα μαζί.
Με μεγάλη προσπάθεια και προσευχές, πήγα πάλι να σηκωθώ, τουλάχιστον να ντυθώ. Πάλι έχανα το φως μου, πάλι προσπάθειες και μου ήρθε στο μυαλό, σα σανίδα σωτηρίας, να τηλεφωνήσω στη Μαίρη. Της είπα, "έλα σε παρακαλώ σπίτι, αφήνω την πόρτα ανοιχτή, λιποθυμάω!"
Δε ξέρω με πόσες προσπάθειες έφτασα στο σαλόνι, πόσες φορές έπεσα και σηκώθηκα, πάντως κατάφερα και ν’ ανοίξω την πόρτα. Έπεσα στην πολυθρόνα του σαλονιού, χάνοντας τις αισθήσεις μου, αλλά έχοντας την ελπίδα ότι τώρα θα σωζόμουν. Αν και έτρεμα τα Νοσοκομεία, αν και φοβόμουν τις ενέσεις και τις πλύσεις στομάχου, εκείνη τη στιγμή ήθελα να σωθώ.
Δε ξέρω αν με φύσηξε ο αέρας όταν άνοιξα την πόρτα κι αυτό με βοήθησε, αλλά, ανοίγοντας κάποια στιγμή τα μάτια, είδα τον Έντουαρτ, τον γάτο μας , έτοιμο να βγει απ’ το σπίτι.
Δε ξέρω που βρήκα τη δύναμη, σηκώθηκα και τον πήρα και τον έβγαλα στο μπαλκόνι της κουζίνας. Καλύτερα να κρυώσει σκέφτηκα, παρά να χαθεί κι αυτός.
Μετά ήρθαν τα παιδιά. Ο Θανάσης περίμενε στο σαλόνι και η Μαίρη ήρθε και με βρήκε στην τουαλέτα.
Από κει και πέρα με βοήθησε η Μαίρη και χαζο - ετοιμάστηκα. Με τις παντόφλες, ξυπόλητη, ένα παντελόνι και μια μπλούζα. Πήρα και 2-3 εσώρουχα, τη ρόμπα, τα φάρμακα που είχα πάρει και σε τρισάθλια κατάσταση μας πρόλαβε ο Δημήτρης και με πήγε εκείνος στο Νοσοκομείο.
Ο Δημήτρης έτρεχε πολύ, περνούσε κόκκινα φανάρια κι εγώ με όσο κουράγιο είχα, τον μάλωνα. Μου είπε ότι είχε αναμμένα τα αλάρμ, αλλά ο κόσμος δεν το καταλάβαινε αυτό. Του είπα να πατάει κόρνα, αλλά εκείνος δεν ήθελε, για να μη ξυπνήσει τον κόσμο.
Στο Νοσοκομείο έφτασα, τρεμάμενη σαν ψάρι. Είχα αποκτήσει και ρίγος μετά. Εκεί παραδόθηκα στα χέρια των γιατρών, άνευ όρων, αν και έλεγα, όχι ένεση και η Νοσοκόμα, μου φώναζε, «δε λες να γλιτώσεις, την ένεση φοβάσαι….»
Μου έκαναν ένεση, κορτιζόνη προφανώς, μου έβαλαν ορό και κάτι άλλες ενέσεις μέσα σ’ αυτόν. Μετά μέτρησαν την πίεσή μου, δε μου είπαν πόσο είναι, προφανώς πολύ χαμηλή και μετά με έβαλαν σ’ ένα δωματιάκι, κοντά στα ιατρεία για παρακολούθηση.
Δίπλα μου ήταν και μια γιαγιούλα. Να μην τα πολυλογώ, μου πέρασε η φαγούρα και το κόψιμο, αλλά τα μάτια μου έκλειναν απ’ την εξάντληση, υπόταση, απ΄ τα φάρμακα, δε ξέρω. Έτσι ένιωθα και όλη μέρα σήμερα στο σπίτι.
Απ’ το Νοσοκομείο φύγαμε 7 η ώρα το πρωί. Ο κ. Παχιός, ο γιατρός που εφημέρευε, είπε ότι έπαθα αλλεργικό σοκ κι ότι φτηνά την γλίτωσα! Λίγο ακόμα να καθυστερούσα να πάω, θα ήταν αργά! Είπε να προσέχω και να μη ξαναπάρω στη ζωή μου αυτό το φάρμακο κι ότι αν καθυστερούσα λίγο ακόμα, θα γύριζα σπίτι αλλιώς…….. Μου έγραψε κάποια άλλα φάρμακα, να μου τα γράψει ο δικός μου παθολόγος.
…… Αυτή είναι η περιπέτεια που νομίζω, δε τελείωσε ακόμα. Εκείνα που θα θυμάμαι για πάντα είναι το πόσο εύκολα μπορείς να φτάσεις, στο χάος….. Στα καλά καθούμενα. Κάπως έτσι φαντάζομαι τον θάνατο. Χάνεις αισθήσεις, κλείνεις τα μάτια και τέλος!
Θα θυμάμαι την συμπαράσταση της Μαίρης και του άντρα της, αυτές τις στιγμές. Είναι και οι δυο τους πολύ «άνθρωποι»!
Θα θυμάμαι ακόμα το περιστατικό που συνέβη, όταν ήμουνα εκεί.
Μετωπικό τρακάρισμα. Νεκροί οι γονείς και το κορίτσι τους, σπασμένα όλα. Τα κόκαλά της, χέρια, πόδια, κεφάλι, σπονδυλική στήλη. Ο Δημήτρης βοήθησε να την βάλουν στο φορείο κι εκείνη που είχε ακόμα τις αισθήσεις της, του είπε, νομίζοντας ότι είναι γιατρός:
«Κάντε με καλά»!
Του Δημήτρη του κόπηκαν τα πόδια. Μετά την άκουγα που φώναζε και η φωνή της μου τρύπαγε την καρδιά. Την ακούω ακόμα.
Βόηθησέ την Παναγία μου!
Θα θυμάμαι πως έτρεχε ο Δημήτρης, περνώντας όλα τα κόκκινα φανάρια. Θα θυμάμαι τα νεύρα του συνδυασμένα με αγωνία και θα θυμάμαι πάντα, όχι τους πόνους και το τι πέρασα, αλλά τις προσπάθειες που έκανα πέρα από τις δυνάμεις μου, να ειδοποιήσω για βοήθεια, χωρίς να ενοχλήσω τα παιδιά. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Σήμερα τηλεφώνησα για «Χρόνια Πολλά» στους εορταζόμενους, πολύ αργά το βράδυ. Δεν ήμουν καλά, όλη μέρα. Ούτε και τώρα είμαι. Με το ζόρι γράφω, αλλά κάθομαι για λίγο στο σαλόνι, γιατί δεν θέλω να στεναχωριούνται τα παιδιά που με βλέπουν στο κρεβάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου