****
Κυριακή, Ιουλίου 15, 2007
Ίσως απόσπασμα μιας αρχής... (3)
**************************************
Αόρατη
«Θα ήθελα να μπορούσα να γίνομαι αόρατη κάποιες στιγμές!»
Αόρατη
«Θα ήθελα να μπορούσα να γίνομαι αόρατη κάποιες στιγμές!»
Τρεις φορές μέσα σε μια βδομάδα είπα αυτή τη φράση σε διαφορετικά πρόσωπα, για διαφορετικό λόγο.
Κι αυτό τώρα μου βγήκε έντονα. Η τελευταία φορά ήταν χθες. Το είπα στο τραπέζι, εκεί που τρώγαμε όλοι μαζί και εγώ τους παρακαλούσα όλους και έναν έναν ξεχωριστά, αφού είδα ότι όλοι μαζί δεν μπορούσαν να μου κάνουν το χατίρι.
«Θα ΄θελα να ήμουν αόρατη και να πήγαινα αυτή τη στιγμή στο πανηγύρι του χωριού μου» τους είπα, μα κανένας δεν συγκινήθηκε να με καταλάβει και να με πάει. Ούτε ένας. Ούτε κι ο μικρός που μου έχει δείξει ότι πιάνει επιθυμίες μου και τις πραγματοποιεί όταν μπορεί.
«Και τι θα δεις; Άνθρωποι χορεύουν, τρώνε, κλαρίνα ακούγονται, κόσμος πάει κι έρχεται. Λες και δεν έχεις ξαναπάει σε πανηγύρι!» είπε κάποιος, δεν παίρνω όρκο αυτή τη στιγμή για ποιος ακριβώς το είπε, γιατί εγώ ήδη είχα πετάξει, είχα γίνει αόρατη και ήμουν ήδη εκεί. Έβλεπα, άκουγα και τραγουδούσα το «Αρμενάκι είμαι κυρά μου, πάρε με…», μέχρι που ήρθε η πραγματικότητα, μέσω της γλώσσας μου και τους απάντησε όλους μαζί, κι ας το είπε ένας.
Κι αυτό τώρα μου βγήκε έντονα. Η τελευταία φορά ήταν χθες. Το είπα στο τραπέζι, εκεί που τρώγαμε όλοι μαζί και εγώ τους παρακαλούσα όλους και έναν έναν ξεχωριστά, αφού είδα ότι όλοι μαζί δεν μπορούσαν να μου κάνουν το χατίρι.
«Θα ΄θελα να ήμουν αόρατη και να πήγαινα αυτή τη στιγμή στο πανηγύρι του χωριού μου» τους είπα, μα κανένας δεν συγκινήθηκε να με καταλάβει και να με πάει. Ούτε ένας. Ούτε κι ο μικρός που μου έχει δείξει ότι πιάνει επιθυμίες μου και τις πραγματοποιεί όταν μπορεί.
«Και τι θα δεις; Άνθρωποι χορεύουν, τρώνε, κλαρίνα ακούγονται, κόσμος πάει κι έρχεται. Λες και δεν έχεις ξαναπάει σε πανηγύρι!» είπε κάποιος, δεν παίρνω όρκο αυτή τη στιγμή για ποιος ακριβώς το είπε, γιατί εγώ ήδη είχα πετάξει, είχα γίνει αόρατη και ήμουν ήδη εκεί. Έβλεπα, άκουγα και τραγουδούσα το «Αρμενάκι είμαι κυρά μου, πάρε με…», μέχρι που ήρθε η πραγματικότητα, μέσω της γλώσσας μου και τους απάντησε όλους μαζί, κι ας το είπε ένας.
«Θα θυμόμουν τα παλιά, θα άκουγα τραγούδια που μου θυμίζουν στιγμές, θα έβλεπα γνωστούς που ήμασταν νέοι και γέρασαν κι αυτοί όπως κι εγώ, θα έβλεπα αν δυσκολεύομαι να τους αναγνωρίσω, θα έβλεπα τις οικογένειές τους, θα έβγαζα μια αναμνηστική φωτογραφία με έναν λεβέντη να χορεύει, γιατί δεν το ξέρετε, αλλά οι άντρες του χωριού μου όταν χορεύουν, χορεύουν λεβέντικα εδώ και θα έφευγα γρήγορα. Θα έπαιρνα τη φωτογραφία μαζί μου. Δεν θα σας καθυστερούσα, ούτε ζητάω να καθίσουμε σε τραπέζι….»
«Καλύτερα να μην τους δεις γερασμένους» με διέκοψε η Ζέτα. «Να τους θυμάσαι νέους και λεβέντες!»
«Μα Ζέτα μου, τις ρυτίδες τους θέλω να δω και τα γκρίζα τους μαλλιά. Να δω αυτή τη χαρτογράφηση της ζωής τους στα πρόσωπά τους. Ειδικά των αντρών, γιατί αυτοί δουλεύουν στα κτήματα κι ο ήλιος χαράζει πιο βαθιές τις ρυτίδες στα πρόσωπα, απ’ ότι στις γυναίκες που ασχολούνται με το σπίτι ή βοηθιούνται απ’ τις κρέμες. Αυτά ακριβώς ήθελα να συναντήσω απόψε Ζέτα μου. Είχα τόσα χρόνια να βρεθώ στο χωριό μου αυτή την εποχή κι ήταν ευκαιρία απόψε. Το θέλω τόσο πολύ! Πάνε 20 χρόνια; Κάπου εκεί».
«Καλύτερα να μην τους δεις γερασμένους» με διέκοψε η Ζέτα. «Να τους θυμάσαι νέους και λεβέντες!»
«Μα Ζέτα μου, τις ρυτίδες τους θέλω να δω και τα γκρίζα τους μαλλιά. Να δω αυτή τη χαρτογράφηση της ζωής τους στα πρόσωπά τους. Ειδικά των αντρών, γιατί αυτοί δουλεύουν στα κτήματα κι ο ήλιος χαράζει πιο βαθιές τις ρυτίδες στα πρόσωπα, απ’ ότι στις γυναίκες που ασχολούνται με το σπίτι ή βοηθιούνται απ’ τις κρέμες. Αυτά ακριβώς ήθελα να συναντήσω απόψε Ζέτα μου. Είχα τόσα χρόνια να βρεθώ στο χωριό μου αυτή την εποχή κι ήταν ευκαιρία απόψε. Το θέλω τόσο πολύ! Πάνε 20 χρόνια; Κάπου εκεί».
Αυτό το θυμάμαι. Ο Σταύρος απάντησε:
«Τι 20, τι 21 ρε Ελπίδα; Το ίδιο κάνει. Πας του χρόνου. Που να πάμε τέτοια ώρα; Οι μπυρίτσες και η παρέα με χαλάρωσαν. Μη μας τη χαλάς τώρα!»
«Όχι, βέβαια. Εγώ να σας την χαλάσω; Το ξέχασα κιόλας. Κι εγώ κουρασμένη είμαι απ’ το τρέξιμο της μέρας, που να ντύνομαι τώρα και που να με δουν έτσι με πρόχειρα και κουρασμένη! Το ξέχασα κιόλας!»
Μιλάει η ψυχή ήθελα να του πω, κι όχι η λογική μου, μα θα τη νικήσω εγώ αυτή που δεν με ρωτάει όταν βγαίνει. Γι’ αυτό λοιπόν εγώ θα την αποστομώσω, δεν θα σας ξαναπώ ξανά γι’ αυτό απόψε, θα σας κρύψω το πόσο στεναχωρέθηκα που ούτε ένας ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που εννοείται ότι με αγαπάνε, δεν μου κάνουν αυτό το χατίρι.
«Τι 20, τι 21 ρε Ελπίδα; Το ίδιο κάνει. Πας του χρόνου. Που να πάμε τέτοια ώρα; Οι μπυρίτσες και η παρέα με χαλάρωσαν. Μη μας τη χαλάς τώρα!»
«Όχι, βέβαια. Εγώ να σας την χαλάσω; Το ξέχασα κιόλας. Κι εγώ κουρασμένη είμαι απ’ το τρέξιμο της μέρας, που να ντύνομαι τώρα και που να με δουν έτσι με πρόχειρα και κουρασμένη! Το ξέχασα κιόλας!»
Μιλάει η ψυχή ήθελα να του πω, κι όχι η λογική μου, μα θα τη νικήσω εγώ αυτή που δεν με ρωτάει όταν βγαίνει. Γι’ αυτό λοιπόν εγώ θα την αποστομώσω, δεν θα σας ξαναπώ ξανά γι’ αυτό απόψε, θα σας κρύψω το πόσο στεναχωρέθηκα που ούτε ένας ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που εννοείται ότι με αγαπάνε, δεν μου κάνουν αυτό το χατίρι.
Μα τι ζητάω; Να με συνοδέψει ένας σας ως εκεί, είτε με τα πόδια, είτε με αυτοκίνητο, είτε με τη μηχανή, απ’ όλα έχουμε στην παρέα δόξα τον Θεό, για να ακούσω ένα δυο τραγούδια, όσα προλάβω, ξέρουν εκείνα, ακούγονται κι ενώ θα φεύγουμε και να βγάλω μόνο μια βιαστική φωτογραφία. Έστω και μέσα απ’ το αυτοκίνητο. Να γυρίσουμε σπίτι και ευτυχισμένη που έκλεψα μια στιγμή πανηγυριού του «τώρα», να την περάσω στον υπολογιστή μου κι εκεί με την βοήθεια του μεγενθυτικού φακού, να μεγαλώσω πρόσωπα, να μεγεθύνω ρυτίδες, να προσπαθήσω να αναγνωρίσω πρόσωπα, να θυμηθώ παρελθόν και να ανακαλύψω παρόν. Να δω πρόσωπα άγνωστα και γνωστά, γερόντους που ξέχασα και ζουν, νέους που γέρασαν όπως κι εγώ και νέα βλαστάρια που γεννήθηκαν από φίλους και γνωστούς.
Δεν τα είπα. Τα σκέφτηκα όλα αυτά. Τι να τους πω και γιατί να τους την χαλάσω;
Είπα στην Ελπίδα:
"Ελπίδα, μη δείχνεις πόσο στεναχωρέθηκες και άλλαξε την κουβέντα. Ξέρεις εσύ. Σύρε τον χορό της συζήτησης παρακάτω, πάλι πρώτη εσύ. Και παρακάτω βάλε θέμα συζήτησης τα παιδιά, κι ανάμεσά σας, αντί για μαντήλι, βάλε εκείνη την εφηβεία τους που ήταν δίκοπο μαχαίρι, σαν εκείνο το Κρητικό που σας χάρισαν τελευταία. Με όποιο θέμα θες χόρεψε. Οι άλλοι θα σ’ ακολουθήσουν γιατί είναι νέοι γονείς και τους ενδιαφέρει".
(Εννοείται ότι είναι αδούλευτο!)
Δεν τα είπα. Τα σκέφτηκα όλα αυτά. Τι να τους πω και γιατί να τους την χαλάσω;
Είπα στην Ελπίδα:
"Ελπίδα, μη δείχνεις πόσο στεναχωρέθηκες και άλλαξε την κουβέντα. Ξέρεις εσύ. Σύρε τον χορό της συζήτησης παρακάτω, πάλι πρώτη εσύ. Και παρακάτω βάλε θέμα συζήτησης τα παιδιά, κι ανάμεσά σας, αντί για μαντήλι, βάλε εκείνη την εφηβεία τους που ήταν δίκοπο μαχαίρι, σαν εκείνο το Κρητικό που σας χάρισαν τελευταία. Με όποιο θέμα θες χόρεψε. Οι άλλοι θα σ’ ακολουθήσουν γιατί είναι νέοι γονείς και τους ενδιαφέρει".
(Εννοείται ότι είναι αδούλευτο!)
****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου