Σάββατο, Ιουλίου 14, 2007
Ίσως απόσπασμα μιας αρχής... (1)
Άσε με να γύρω στον ώμο σου γιε μου, τώρα που μπορώ.
«Φοβάσαι μάνα; Γι’ αυτό σφίγγεσαι;»
«Η ζωή μου στα χέρια σου γιε μου! Για την δική σου ζωή φοβάμαι. Τον εαυτό σου να προσέχεις. Εγώ φτάνω τα 50. Έζησα! Εσύ δεν πρόλαβες να ζήσεις!
«Προσέχω μάνα και το βλέπεις. Δεν τρέχω. Δεν είμαι χαζός!»
«Προσέχεις γιε μου, δεν αμφιβάλλω. Τους άλλους φοβάμαι και τις κακές στιγμές. Αυτή η μηχανή είναι μεγάλη και τρέχει πολύ. Με φοβίζει...»
«Μη φοβάσαι μάνα! Έχε μου εμπιστοσύνη!»
«Σου έχω γιε μου… Πες μου, σ’ ενοχλώ που γέρνω στον ώμο σου;»
«Όχι μάνα, δεν μ’ ενοχλεί!»
Έγειρα στον ώμο του γιού μου και ήρθαμε στη θάλασσα. Σήμερα είναι ήρεμη, αλλά έξω ξεσπάει ένα μικρό κυματάκι. Δεν είναι επικίνδυνο. Παιχνίδισμα είναι για να μας κρατάει σε εγρήγορση.
Στην υπόλοιπη διαδρομή προς το Χορευτό δεν ξαναμίλησα στο γιο μου. Στον οδηγό δεν μιλάνε. Πρέπει να έχει στραμένη την προσοχή του στο τιμόνι.
Γερμένη στον ώμο του, θυμήθηκα μια άλλη διαδρομή με το λεωφορείο από Αθήνα που στο διπλανό μου κάθισμα καθόταν ένα κουρασμένο φανταράκι. Κάποια στιγμή που τον πήρε βαθιά ο ύπνος, έγειρε στον ώμο μου κι εκεί κοιμήθηκε για ώρα. Εγώ έμεινα ασάλευτη, ακόμη και την αναπνοή μου κρατούσα, για να μη διακόψω την ξεκούρασή του. Σκεφτόμουν τον γιο μου στη θέση του και θα ‘θελα η κάθε μάνα που θα βρεθεί δίπλα του, όπως εγώ τώρα, να μην του πει:
«Παιδί μου, μ’ ενοχλείς! Θέλω να διαβάσω, να φωτογραφίσω το ηλιοβασίλεμα, να στείλω μηνύματα με το κινητό μου, τώρα που έχω ελεύθερο χρόνο.
Θυμάμαι είχα συγκινηθεί πολύ. Είχα νιώσει πολύ τρυφερά και στοργικά. Ιερά θα μπορούσα να πω. Μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα να παρεξηγηθώ απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμα και απ’ το ίδιο το φανταράκι, μα έδιωξα γρήγορα αυτή τη σκέψη. Οι δικές μου προθέσεις ήταν ιερές κι αυτό μου έφτανε.
Το φανταράκι κάποια στιγμή ξύπνησε και τραβήχτηκε απότομα μακριά μου.
«Με συγχωρείτε κυρία, αλλά είμαι πολύ κουρασμένος. Δεν το κατάλαβα. Συγγνώμη!» μου είπε πολύ ντροπαλά.
«Δεν πειράζει αγόρι μου! Έχω κι εγώ ένα γιο στην ηλικία σου και θα ‘θελα όταν πάει φανταράκι να βρεθεί στο δρόμο του ένας ώμος για να ξεκουραστεί κι εγώ δεν θα είμαι δίπλα του».
Στην υπόλοιπη διαδρομή μιλήσαμε και μου έδειξε φωτογραφίες απ’ το στρατό γιατί είναι αλεξιπτωτιστής. Μου είπε ότι είναι δύσκολα και κουράζεται πολύ, κι ότι δεν τα λέει όλα στη μαμά του, για να μην την στεναχωρεί.
Έτσι θα κάνει και με μένα ο γιος μου; Θα μου κρύβει αλήθειες για να μη με στεναχωρεί;
Μετά τον συμβούλεψα να κοιμηθεί, για να μη χάνει χρόνο και φτάνοντας στην πόλη μας να έχει δυνάμεις να χαρεί τους γονείς του, να βγει με τους φίλους του, να διασκεδάσει.
Ξανακοιμήθηκε, αλλά ποτέ πάλι τόσο βαθιά και το κατάλαβα απ’ τον έλεγχο που επέβαλλε συχνά στο κεφαλάκι του.
Όταν φτάσαμε στον Βόλο χαιρετηθήκαμε σαν παλιοί γνωστοί, παρόλο που δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα ή ονόματα. Δεν χρειαζόταν άλλωστε.
Ήταν ένα φανταράκι κι ήμουν μια μαμά.
Οποιοδήποτε φανταράκι και οποιαδήποτε μαμά του κόσμου.
.............................
(Εννοείται πως δεν είναι δουλεμένο καθόλου. Είχα πάρει φόρα για μέρες κι έγραφα. Δεν ξέρω ούτε καν αν θα ξαναασχοληθώ μαζί τους... ή θα 'ρθουν άλλα... χειρότερα ή καλύτερα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου